Εφευρετικότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: εφευρετικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vindingrijkheid, inventiviteit, uitvindingshoogte, de inventiviteit
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εφευρετικότητα
εφευρετικότητα translate, εφευρετικότητα ορισμος, εφευρετικότητα αγγλικα, καθοδηγούμενη εφευρετικότητα, εφευρετικότητα στα αγγλικα, εφευρετικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εφευρετικότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εφευρίσκω στα ολλανδικά - uitvinden, bedenken, verzinnen, uitdenken, bekokstoven, beramen, contrive
- εφευρετικός στα ολλανδικά - vindingrijk, inventieve, inventief, uitvinderswerkzaamheid, de uitvinding
- εφεύρεση στα ολλανδικά - bedenksel, uitvinding, vernieuwing, verzinsel, vinding, uitvinding heeft
- εφηβεία στα ολλανδικά - puberteit, de puberteit, pubertijd, de pubertijd, puberty
Τυχαίες λέξεις
Εφευρετικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vindingrijkheid, inventiviteit, uitvindingshoogte, de inventiviteit
Μεταφράσεις: vindingrijkheid, inventiviteit, uitvindingshoogte, de inventiviteit