Εφευρετικότητα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εφευρετικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inventividade, criatividade, inventiva, a inventividade, inventivo
Εφευρετικότητα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφευρετικότητα

εφευρετικότητα translate, εφευρετικότητα ορισμος, εφευρετικότητα αγγλικα, καθοδηγούμενη εφευρετικότητα, εφευρετικότητα στα αγγλικα, εφευρετικότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εφευρετικότητα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εφευρίσκω στα πορτογαλικά - invasão, inventar, invente, urdir, maquinar, contrive, planejar, ...
  • εφευρετικός στα πορτογαλικά - inventivo, inventiva, invenção, da invenção, criativos
  • εφεύρεση στα πορτογαλικά - invente, inventar, inovação, invenção, invento, inven�o, presente invenção
  • εφηβεία στα πορτογαλικά - puberdade, a puberdade, da puberdade, puberty
Τυχαίες λέξεις
Εφευρετικότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: inventividade, criatividade, inventiva, a inventividade, inventivo