Εφευρετικότητα στα δανικά

Μετάφραση: εφευρετικότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
opfindsomhed, opfindelseshøjde, opfindsomheden, idérigdom
Εφευρετικότητα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφευρετικότητα

εφευρετικότητα translate, εφευρετικότητα ορισμος, εφευρετικότητα αγγλικα, καθοδηγούμενη εφευρετικότητα, εφευρετικότητα στα αγγλικα, εφευρετικότητα λεξικό γλώσσας δανικά, εφευρετικότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εφευρίσκω στα δανικά - opfinde, udtænke, udtænke en, at opfinde, Stand til
  • εφευρετικός στα δανικά - opfindsomme, opfindsom, ifølge opfindelsen, opfindelsen, opfinderiske
  • εφεύρεση στα δανικά - opfindelse, opfindelsen, ifølge opfindelsen
  • εφηβεία στα δανικά - puberteten, pubertet, i puberteten
Τυχαίες λέξεις
Εφευρετικότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: opfindsomhed, opfindelseshøjde, opfindsomheden, idérigdom