Πρόσφατος στα γαλλικά

Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nouveaux, récente, nouveau, dernier, neuf, frais, récent, récemment, récentes, récents
Πρόσφατος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσφατος

πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας γαλλικά, πρόσφατος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • πρόστυχος στα γαλλικά - vulgaire, revenu, simple, intégral, global, absolu, brut, ...
  • πρόσφατα στα γαλλικά - récemment, naguère, nouvellement, dernièrement, fraîchement, a récemment, récente, ...
  • πρόσφορος στα γαλλικά - accommodement, élément, outillage, adéquat, appareil, essayage, utile, ...
  • πρόσφυγας στα γαλλικά - déserteur, réfugié, fuyard, fugitif, émigré, réfugiés, asile, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: nouveaux, récente, nouveau, dernier, neuf, frais, récent, récemment, récentes, récents