Πρόσφατος στα σουηδικά

Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nyligen, senaste, senaste tidens, senare, Nybyggt
Πρόσφατος στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόσφατος

πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας σουηδικά, πρόσφατος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • πρόστυχος στα σουηδικά - plump, vulgär, grov, fet, brutto, SJÄLVSVÅLDIG, bitchy, ...
  • πρόσφατα στα σουηδικά - nyligen, Recently, senare tid, som nyligen, en tid
  • πρόσφορος στα σουηδικά - lämplig, läglig, bekvämt, bekväm, praktiskt, bekväma, bekvämt till
  • πρόσφυγας στα σουηδικά - flykting, flyktingar, av flykting, flyktingstatus
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: nyligen, senaste, senaste tidens, senare, Nybyggt