Πρόσφατος στα ρωσικά
Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недавний, последний, свежий, новый, современный, давешний, недавнее, последнее время, недавняя
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφατος
πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας ρωσικά, πρόσφατος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- πρόστυχος στα ρωσικά - обширный, оптовый, большой, притупленный, базарный, велик, мещанский, ...
- πρόσφατα στα ρωσικά - намедни, по-новому, снова, свежо, по-другому, заново, недавно, ...
- πρόσφορος στα ρωσικά - соответствующий, установление, установка, прилаживание, сборка, надлежащий, пригодный, ...
- πρόσφυγας στα ρωσικά - беженка, беглец, эмигрант, беженец, беженцев, беженца, беженцем, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: недавний, последний, свежий, новый, современный, давешний, недавнее, последнее время, недавняя
Μεταφράσεις: недавний, последний, свежий, новый, современный, давешний, недавнее, последнее время, недавняя