Πρόσφατος στα ουγγρικά
Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
modern, új, elmúlt, utóbbi, legutóbbi, közelmúltban
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφατος
πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πρόσφατος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- πρόστυχος στα ουγγρικά - összsúly, bruttó, makroszkopikus, otromba, obszcén, vulgáris, rosszindulatú, ...
- πρόσφατα στα ουγγρικά - újonnan, legutóbb, nemrégiben, minap, nemrég, közelmúltban, a közelmúltban, ...
- πρόσφορος στα ουγγρικά - kényelmes, kényelmi, ideális, kényelmesebb, kényelmesen
- πρόσφυγας στα ουγγρικά - menekült, menekültek, menekültstátusz, menekültügyi, menekültként
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: modern, új, elmúlt, utóbbi, legutóbbi, közelmúltban
Μεταφράσεις: modern, új, elmúlt, utóbbi, legutóbbi, közelmúltban