Πρόσφατος στα ιταλικά
Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
recente, fresco, moderno, recenti, di recente, recentemente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφατος
πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας ιταλικά, πρόσφατος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πρόστυχος στα ιταλικά - lordo, completo, pingue, grosso, grasso, bitchy, bisbetico, ...
- πρόσφατα στα ιταλικά - recentemente, recente, di recente, poco, ha recentemente
- πρόσφορος στα ιταλικά - aggiustamento, adatto, idoneo, appropriato, comodo, conveniente, comoda, ...
- πρόσφυγας στα ιταλικά - profugo, rifugiato, rifugiati, di rifugiato, profughi, dei rifugiati
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: recente, fresco, moderno, recenti, di recente, recentemente
Μεταφράσεις: recente, fresco, moderno, recenti, di recente, recentemente