Πρόσφατος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апошні
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφατος
πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, πρόσφατος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- πρόστυχος στα λευκορωσικά - грубы, рэцыдывіст-, увесь зацяты, рэцыдывіст, зацяты
- πρόσφατα στα λευκορωσικά - нядаўна
- πρόσφορος στα λευκορωσικά - зручны
- πρόσφυγας στα λευκορωσικά - бежанец, ўцякач, уцякач, уцекач, уцякач Беразоўскі
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: апошні
Μεταφράσεις: апошні