Πρόσφατος στα γερμανικά
Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neu, neueste, neue, frisch, rezent, kürzlich, letzte, jüngst, letzten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφατος
πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας γερμανικά, πρόσφατος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πρόστυχος στα γερμανικά - brutto, hastend, einkommen, einnahme, rein, gros, dick, ...
- πρόσφατα στα γερμανικά - neuere, neulich, unlängst, kürzlich, neuerdings, letztlich, zuletzt, ...
- πρόσφορος στα γερμανικά - anprobe, justierung, anpassung, geeignet, brauchbar, größe, zeitgemäß, ...
- πρόσφυγας στα γερμανικά - aussiedler, flüchtling, Flüchtling, Flüchtlings, Flüchtlinge, der Flüchtlings, Flüchtlingen
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: neu, neueste, neue, frisch, rezent, kürzlich, letzte, jüngst, letzten
Μεταφράσεις: neu, neueste, neue, frisch, rezent, kürzlich, letzte, jüngst, letzten