Πρόσφατος στα ουκρανικά
Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перегляд, останній, останню, остання, останнього, останнє
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφατος
πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πρόσφατος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πρόστυχος στα ουκρανικά - валовий, грубий, вулканолог, маса, непристойний, товстий, грос, ...
- πρόσφατα στα ουκρανικά - недавній, по-новому, трикутний, новіший, нещодавно, по-інакшому, нещодавній, ...
- πρόσφορος στα ουκρανικά - придатний, підхожий, примірка, годитися, монтаж, встановлення, зручний, ...
- πρόσφυγας στα ουκρανικά - притулок, біженець, біженця
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: перегляд, останній, останню, остання, останнього, останнє
Μεταφράσεις: перегляд, останній, останню, остання, останнього, останнє