Πρόσφατος στα ισπανικά
Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recién, fresco, reciente, recientes, recientemente, reciente de, última
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφατος
πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας ισπανικά, πρόσφατος στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- πρόστυχος στα ισπανικά - chabacano, trivial, vulgar, malévolo, malintencionado, perra, bitchy, ...
- πρόσφατα στα ισπανικά - recién, últimamente, recientemente, hace poco, poco, reciente
- πρόσφορος στα ισπανικά - competente, propio, idóneo, conveniente, cómodo, práctico, cómoda, ...
- πρόσφυγας στα ισπανικά - refugiado, refugiados, de refugiados, de refugiado, los refugiados
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: recién, fresco, reciente, recientes, recientemente, reciente de, última
Μεταφράσεις: recién, fresco, reciente, recientes, recientemente, reciente de, última