Αρτηριακός στα γερμανικά
Μετάφραση: αρτηριακός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arteriell, Arterien-, arteriellen, arterielle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρτηριακός
αρτηριακόσ κύκλοσ του willis, αρτηριακός πόρος, αρτηριακός κώνος, αρτηριακός σφυγμός, αρτηριακός κορμός, αρτηριακός λεξικό γλώσσας γερμανικά, αρτηριακός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αρρώστια στα γερμανικά - erkrankung, krankheit, leiden, Krankheit, Erkrankung, Krankheits, Krankheiten
- αρτηρία στα γερμανικά - pulsader, hauptader, schlagader, arterie, Arterie, Schlagader, Arterien, ...
- αρχάγγελος στα γερμανικά - erzengel, Erzengel, Erzengels, Archangel, Archangelsk
- αρχάριος στα γερμανικά - anfange, gründer, begründer, anfänger, Anfänger, Neuling, Novize, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρτηριακός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: arteriell, Arterien-, arteriellen, arterielle
Μεταφράσεις: arteriell, Arterien-, arteriellen, arterielle