Αρτηριακός στα τούρκικα

Μετάφραση: αρτηριακός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atardamar, arteriyel, arter, arteryel, arteryal
Αρτηριακός στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρτηριακός

αρτηριακόσ κύκλοσ του willis, αρτηριακός πόρος, αρτηριακός κώνος, αρτηριακός σφυγμός, αρτηριακός κορμός, αρτηριακός λεξικό γλώσσας τούρκικα, αρτηριακός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αρρώστια στα τούρκικα - hastalık, kesel, hastalığı, hastalıktır, hastalığın, bir hastalıktır
  • αρτηρία στα τούρκικα - arter, arterin, arteri, damar, atardamar
  • αρχάγγελος στα τούρκικα - başmelek, archangel, baş melek, melek, Başmeleği
  • αρχάριος στα τούρκικα - acemi, yeni, bir acemi, acemi bir
Τυχαίες λέξεις
Αρτηριακός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: atardamar, arteriyel, arter, arteryel, arteryal