Αρτηριακός στα ιταλικά
Μετάφραση: αρτηριακός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arterioso, arteriale, arteriosa, arterie, arteriose
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρτηριακός
αρτηριακόσ κύκλοσ του willis, αρτηριακός πόρος, αρτηριακός κώνος, αρτηριακός σφυγμός, αρτηριακός κορμός, αρτηριακός λεξικό γλώσσας ιταλικά, αρτηριακός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αρρώστια στα ιταλικά - infermità, malanno, acciacco, malattia, malattie, la malattia, malattia di, ...
- αρτηρία στα ιταλικά - arteria, dell'arteria, arterie, un'arteria, arteriosa
- αρχάγγελος στα ιταλικά - arcangelo, Archangel, dell'arcangelo, l'Arcangelo, all'arcangelo
- αρχάριος στα ιταλικά - esordiente, novizio, principiante, debuttante, prime armi, novizia
Τυχαίες λέξεις
Αρτηριακός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: arterioso, arteriale, arteriosa, arterie, arteriose
Μεταφράσεις: arterioso, arteriale, arteriosa, arterie, arteriose