Αρτηριακός στα δανικά
Μετάφραση: αρτηριακός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
arteriel, arterielle, arterielt, arterial, arterie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρτηριακός
αρτηριακόσ κύκλοσ του willis, αρτηριακός πόρος, αρτηριακός κώνος, αρτηριακός σφυγμός, αρτηριακός κορμός, αρτηριακός λεξικό γλώσσας δανικά, αρτηριακός στα δανικά
Μεταφράσεις
- αρρώστια στα δανικά - sygdom, sygdommen, sygdomme, disease
- αρτηρία στα δανικά - pulsåre, arterie, arterien, artery, arteria
- αρχάγγελος στα δανικά - ærkeengel, Ærkeenglen, Archangel, ærkeengelen, ærkeenglens
- αρχάριος στα δανικά - novice, nybegynder, begynderbrugeren, nybegyndere, uerfarne
Τυχαίες λέξεις
Αρτηριακός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: arteriel, arterielle, arterielt, arterial, arterie
Μεταφράσεις: arteriel, arterielle, arterielt, arterial, arterie