Αρτηριακός στα λιθουανικά
Μετάφραση: αρτηριακός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
arterinis, arterijų, arterinė, arterinio, arterine
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρτηριακός
αρτηριακόσ κύκλοσ του willis, αρτηριακός πόρος, αρτηριακός κώνος, αρτηριακός σφυγμός, αρτηριακός κορμός, αρτηριακός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αρτηριακός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αρρώστια στα λιθουανικά - negalavimas, liga, ligos, ligų, ligą
- αρτηρία στα λιθουανικά - arterija, arterijų, arterijos, širdies, arterijoje
- αρχάγγελος στα λιθουανικά - arkangelas, Arkangelo, archangelas, Archangel, ir arkangelas
- αρχάριος στα λιθουανικά - naujokas, pradedantysis, naujokai, pradedantiesiems, pradedantieji
Τυχαίες λέξεις
Αρτηριακός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: arterinis, arterijų, arterinė, arterinio, arterine
Μεταφράσεις: arterinis, arterijų, arterinė, arterinio, arterine