Εγκληματολογία στα γερμανικά
Μετάφραση: εγκληματολογία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kriminalistik, kriminologie, Kriminologie, Kriminalistik, der Kriminologie, Kriminal, criminology
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία
εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία λεξικό γλώσσας γερμανικά, εγκληματολογία στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εγκληματικός στα γερμανικά - kriminell, verbrecher, verbrecherisch, Verbrecher, kriminelle, strafrechtlich, kriminellen
- εγκληματικότητα στα γερμανικά - verbrechertum, Kriminalität, Strafbarkeit, Kriminalitäts, die Kriminalität
- εγκλιματίζομαι στα γερμανικά - akklimatisieren, einbürgern, naturalisieren, Einbürgerung, zu naturalisieren, naturalize
- εγκοπή στα γερμανικά - schmarre, peitschen, schnitt, schrägstrich, einkerben, kerbe, Kerbe, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματολογία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: kriminalistik, kriminologie, Kriminologie, Kriminalistik, der Kriminologie, Kriminal, criminology
Μεταφράσεις: kriminalistik, kriminologie, Kriminologie, Kriminalistik, der Kriminologie, Kriminal, criminology