Εγκληματολογία στα εσθονικά
Μετάφραση: εγκληματολογία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kriminoloogia, kriminoloogias, kriminoloogiaga
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία
εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία λεξικό γλώσσας εσθονικά, εγκληματολογία στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- εγκληματικός στα εσθονικά - kriminaalne, kurjategija, kuritegelik, kriminaal-, kriminaalmenetluse
- εγκληματικότητα στα εσθονικά - kriminaalsus, kuritegevus, kuritegevuse, karistatavuse, süüteoks, kuritegevust
- εγκλιματίζομαι στα εσθονικά - aklimatiseeruma, naturaliseerima, naturalisatsiooniotsuse, naturaliseerida, Kodumaale, jklle kodanikuõigused
- εγκοπή στα εσθονικά - sälk, sarvik, varastama, näppama, pügala, sälgu, notch, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματολογία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kriminoloogia, kriminoloogias, kriminoloogiaga
Μεταφράσεις: kriminoloogia, kriminoloogias, kriminoloogiaga