Εγκληματολογία στα ιταλικά
Μετάφραση: εγκληματολογία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
criminologia, la criminologia, Criminologico, di criminologia, criminology
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία
εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία λεξικό γλώσσας ιταλικά, εγκληματολογία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εγκληματικός στα ιταλικά - criminale, malfattore, penale, penali, criminali, delinquente
- εγκληματικότητα στα ιταλικά - delinquenza, criminalità, la criminalità, incriminazione, incriminabilità
- εγκλιματίζομαι στα ιταλικά - abituare, naturalizzare, naturalizzarsi, naturalizzazione, naturalize, naturalizzarli
- εγκοπή στα ιταλικά - tacca, frustare, tagliare, intaccatura, taglio, notch, intaglio, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματολογία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: criminologia, la criminologia, Criminologico, di criminologia, criminology
Μεταφράσεις: criminologia, la criminologia, Criminologico, di criminologia, criminology