Εγκληματολογία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εγκληματολογία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
criminologia, Criminology, de Criminologia, a criminologia, da criminologia
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία
εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εγκληματολογία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εγκληματικός στα πορτογαλικά - criminal, criminoso, penal, criminosa, criminais
- εγκληματικότητα στα πορτογαλικά - criminalidade, a criminalidade, incriminação, criminalização, da criminalidade
- εγκλιματίζομαι στα πορτογαλικά - climatizar, aclimatizar, aclimatar, aclimate, naturalizar, naturalizam, naturalizá, ...
- εγκοπή στα πορτογαλικά - inclinar, golpear, entalhe, nível, notch, ranhura, incisura
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματολογία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: criminologia, Criminology, de Criminologia, a criminologia, da criminologia
Μεταφράσεις: criminologia, Criminology, de Criminologia, a criminologia, da criminologia