Εγκληματολογία στα ισλανδικά

Μετάφραση: εγκληματολογία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Afbrotafræði
Εγκληματολογία στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία

εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εγκληματολογία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκληματικός στα ισλανδικά - glæpamaður, glæpsamlegt, glæpastarfsemi, afbrot, glæpsamleg
  • εγκληματικότητα στα ισλανδικά - refsinæmi, saknæmi
  • εγκλιματίζομαι στα ισλανδικά - naturalize
  • εγκοπή στα ισλανδικά - hak, þrepi
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματολογία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Afbrotafræði