Εγκληματολογία στα τούρκικα
Μετάφραση: εγκληματολογία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kriminoloji, Suç, criminology
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία
εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία λεξικό γλώσσας τούρκικα, εγκληματολογία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εγκληματικός στα τούρκικα - cani, suçlu, ceza, suç, cezai, adli
- εγκληματικότητα στα τούρκικα - suç, suçluluk, suçluluğun, suçluluğu
- εγκλιματίζομαι στα τούρκικα - alıştırmak, vatandaşlık vermek, vatandaşlık, naturalize, doğallaştırmak, mesrulastirmak
- εγκοπή στα τούρκικα - çentik, notch, sınıf, seviye, birinci sınıf
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματολογία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kriminoloji, Suç, criminology
Μεταφράσεις: kriminoloji, Suç, criminology