Εγκληματολογία στα δανικά

Μετάφραση: εγκληματολογία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kriminologi, Criminology, af kriminalitet, kriminologien, for kriminologi
Εγκληματολογία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία

εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία λεξικό γλώσσας δανικά, εγκληματολογία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εγκληματικός στα δανικά - forbryder, fredløs, kriminel, kriminelle, strafferetlige, strafferetlig, strafbar
  • εγκληματικότητα στα δανικά - kriminalitet, strafbarhed, kriminaliteten
  • εγκλιματίζομαι στα δανικά - naturaliserer, naturalisere, at naturaliserer, som naturaliserer
  • εγκοπή στα δανικά - hak, notch, hakket, kærv, indskæring
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματολογία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kriminologi, Criminology, af kriminalitet, kriminologien, for kriminologi