Εγκληματολογία στα ισπανικά
Μετάφραση: εγκληματολογία, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
criminología, la criminología, de Criminología, criminología de, criminalística
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία
εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία λεξικό γλώσσας ισπανικά, εγκληματολογία στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- εγκληματικός στα ισπανικά - reo, delincuente, malhechor, criminal, delictivo, penal, penales, ...
- εγκληματικότητα στα ισπανικά - delincuencia, criminalidad, la criminalidad, la delincuencia, incriminación
- εγκλιματίζομαι στα ισπανικά - habituar, aclimatar, naturalizar, naturalizarse, naturalización, naturalizar a, naturalizar la
- εγκοπή στα ισπανικά - cuchillada, mella, muesca, primera categoría, la muesca, primera clase, entalladura
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματολογία στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: criminología, la criminología, de Criminología, criminología de, criminalística
Μεταφράσεις: criminología, la criminología, de Criminología, criminología de, criminalística