Εγκληματολογία στα πολωνικά

Μετάφραση: εγκληματολογία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kryminologia, kryminologii, metody kryminologii, kryminologię
Εγκληματολογία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία

εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία λεξικό γλώσσας πολωνικά, εγκληματολογία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εγκληματικός στα πολωνικά - karalność, zbrodniarka, przestępczy, zbrodniarz, zaniedbanie, kryminalista, kryminalny, ...
  • εγκληματικότητα στα πολωνικά - przestępczość, zbrodniczość, występność, przestępczości, karalności, karalność, przestępczością
  • εγκλιματίζομαι στα πολωνικά - zaaklimatyzować, aklimatyzować, przyzwyczajać, przyzwyczaić, znaturalizować, zadomowić, naturalizować, ...
  • εγκοπή στα πολωνικά - pociąć, karb, cięcie, szczerba, chłostać, skaza, smagać, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματολογία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kryminologia, kryminologii, metody kryminologii, kryminologię