Εγκληματολογία στα ουγγρικά

Μετάφραση: εγκληματολογία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kriminológia, kriminológiai, a kriminológia
Εγκληματολογία στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία

εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εγκληματολογία στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εγκληματικός στα ουγγρικά - bűnügyi, büntetőjogi, büntető, büntetőügyekben, büntetőeljárás
  • εγκληματικότητα στα ουγγρικά - bűnösség, bűnözés, büntethetőség, a bűnözés, kriminalitás
  • εγκλιματίζομαι στα ουγγρικά - honosít, természetesnek, meghonosodik, naturalizálása, meghonosítása
  • εγκοπή στα ουγγρικά - csórás, dutyi, jard, megfújás, bemetszés, rovátka, remek, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματολογία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kriminológia, kriminológiai, a kriminológia