Εγκληματολογία στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκληματολογία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
criminologie, de criminologie, Criminologische, de Criminologische, Criminology
Εγκληματολογία στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκληματολογία

εγκληματολογία μεταπτυχιακό, εγκληματολογία παντείου, εγκληματολογία σπουδές, εγκληματολογία σύγχρονεσ και παλαιότερεσ κατευθύνσεισ, εγκληματολογία και dna, εγκληματολογία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκληματολογία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκληματικός στα ολλανδικά - misdadig, snood, crimineel, misdadiger, strafrechtelijk, strafrechtelijke
  • εγκληματικότητα στα ολλανδικά - criminaliteit, misdadigheid, strafbaarheid, strafbaarstelling, de criminaliteit
  • εγκλιματίζομαι στα ολλανδικά - acclimatiseren, naturaliseren, verwilderen, inburgeren, natuurlijk maken
  • εγκοπή στα ολλανδικά - afkraken, inkeping, keep, notch, eersteklas, uitsparing
Τυχαίες λέξεις
Εγκληματολογία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: criminologie, de criminologie, Criminologische, de Criminologische, Criminology