Εμβόλιο στα γερμανικά
Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schutzstoff, gegengift, impfstoff, antitoxin, Impfstoff, Impfstoffs, Vakzine
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβόλιο
εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας γερμανικά, εμβόλιο στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εμβροντησία στα γερμανικά - stumpfheit, verblüffung, erstaunen, überraschung, schock, Benommenheit, Stupor, ...
- εμβρόντητος στα γερμανικά - sprachlos, betäubt, fassungslos, benommen, verblüfft, erstaunt
- εμείς στα γερμανικά - man, unsereins, wir, uns, wir uns, haben wir
- εμμένω στα γερμανικά - anschmiegen, befolgen, haften, vertragen, anhaften, ertragen, einhalten, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schutzstoff, gegengift, impfstoff, antitoxin, Impfstoff, Impfstoffs, Vakzine
Μεταφράσεις: schutzstoff, gegengift, impfstoff, antitoxin, Impfstoff, Impfstoffs, Vakzine