Εμβόλιο στα ουγγρικά
Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vakcina, vakcinát, oltóanyag, vakcinával, vakcinában
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβόλιο
εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εμβόλιο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εμβροντησία στα ουγγρικά - meglepetés, eszméletlenség, kábulat, stupor, kábultság, kábulatban, megdermednek
- εμβρόντητος στα ουγγρικά - holtrészeg, elnémult, megnémult, megdöbbentette, döbbenten, megdöbbent, elkábított, ...
- εμείς στα ουγγρικά - mi, azt, vagyunk, is, meg
- εμμένω στα ουγγρικά - bot, Stick, bottal, botot, kibír
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: vakcina, vakcinát, oltóanyag, vakcinával, vakcinában
Μεταφράσεις: vakcina, vakcinát, oltóanyag, vakcinával, vakcinában