Εμβόλιο στα ιταλικά
Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vaccinazione, vaccino, vaccini, vaccino contro, il vaccino, del vaccino
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβόλιο
εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας ιταλικά, εμβόλιο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εμβροντησία στα ιταλικά - meraviglia, stupore, torpore, stupor, stordimento, stato di torpore
- εμβρόντητος στα ιταλικά - muto, stordito, storditi, sbalordito, stupito, stordita
- εμείς στα ιταλικά - noi, abbiamo, ci, siamo, che
- εμμένω στα ιταλικά - aderire, sopportare, incollare, attaccarsi, bastone, bastone di, del bastone, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: vaccinazione, vaccino, vaccini, vaccino contro, il vaccino, del vaccino
Μεταφράσεις: vaccinazione, vaccino, vaccini, vaccino contro, il vaccino, del vaccino