Εμβόλιο στα σουηδικά
Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaccination, vaccin, vaccinet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβόλιο
εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας σουηδικά, εμβόλιο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εμβροντησία στα σουηδικά - stupor, dvala, omtöckning, oklara, omtöcknat tillstånd
- εμβρόντητος στα σουηδικά - stum, bedövas, chockad, bedövade, alldeles blek i, alldeles blek
- εμείς στα σουηδικά - vi, som vi, att vi
- εμμένω στα σουηδικά - tåla, vänta, pinne, Stick, käpp, pinnen
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: vaccination, vaccin, vaccinet
Μεταφράσεις: vaccination, vaccin, vaccinet