Εμβόλιο στα ολλανδικά
Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaccin, entstof, vaccine, vaccins, het vaccin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβόλιο
εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εμβόλιο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εμβροντησία στα ολλανδικά - verdoving, bedwelming, stupor, verbijstering, toestand van verdoving
- εμβρόντητος στα ολλανδικά - sprakeloos, stom, verbijsterd, verdoofd, bedwelmd, verbaasde, versteld
- εμείς στα ολλανδικά - wij, ons, we, die we, dat we, hebben we
- εμμένω στα ολλανδικά - dulden, lijden, afhalen, harden, volhouden, uitstaan, blijven, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vaccin, entstof, vaccine, vaccins, het vaccin
Μεταφράσεις: vaccin, entstof, vaccine, vaccins, het vaccin