Εμβόλιο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vacina, férias, vacina contra, vacina de, da vacina, de vacina
Εμβόλιο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβόλιο

εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εμβόλιο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εμβροντησία στα πορτογαλικά - estupor, torpor, stupor, letargia, entorpecimento
  • εμβρόντητος στα πορτογαλικά - mudo, calado, aturdido, atordoado, surpreendeu, atordoados, chocado
  • εμείς στα πορτογαλικά - nós, saída, que, nos, temos, que nós
  • εμμένω στα πορτογαλικά - aderir, aguentar, tolerar, esperar, suportar, sofrer, conformar-se, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vacina, férias, vacina contra, vacina de, da vacina, de vacina