Εμβόλιο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вакцына
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβόλιο
εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εμβόλιο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εμβροντησία στα λευκορωσικά - ступар, ступор, ступару
- εμβρόντητος στα λευκορωσικά - нямы, ашаломлены, агаломшаны, прыгаломшаны, здзіўлены, збянтэжаны
- εμείς στα λευκορωσικά - мы
- εμμένω στα λευκορωσικά - палка, кій, палка з
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вакцына
Μεταφράσεις: вакцына