Εμβόλιο στα ισλανδικά
Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bóluefni, bóluefnið, bóluefninu, bóluefnisins, bóluefni sem
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβόλιο
εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εμβόλιο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εμβροντησία στα ισλανδικά - furða, stjarfi, hugstol, hugstoli, hálfdvali
- εμβρόντητος στα ισλανδικά - töfrandi, kláraði, orðlaus, agndofa, töfrandi til
- εμείς στα ισλανδικά - vér, við, ætlum við, sem við, að við, við að
- εμμένω στα ισλανδικά - stafur, Stick, standa, pinna, halda fast
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bóluefni, bóluefnið, bóluefninu, bóluefnisins, bóluefni sem
Μεταφράσεις: bóluefni, bóluefnið, bóluefninu, bóluefnisins, bóluefni sem