Εμβόλιο στα δανικά

Μετάφραση: εμβόλιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vaccine, vaccinen, vacciner
Εμβόλιο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμβόλιο

εμβόλιο ανεμοβλογιάς τιμη, εμβόλιο τετάνου, εμβόλιο φυματίωσης, εμβόλιο ιλαράς ερυθράς παρωτίτιδας, εμβόλιο γρίπης, εμβόλιο λεξικό γλώσσας δανικά, εμβόλιο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εμβροντησία στα δανικά - stupor, sløvhed, døs, feberdøs, sans og samling
  • εμβρόντητος στα δανικά - stum, bedøvet, bedøves, lamslået, ulykkelig efter, ulykkelig
  • εμείς στα δανικά - vi, at vi
  • εμμένω στα δανικά - stick, pind, stok, stokken, stav
Τυχαίες λέξεις
Εμβόλιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vaccine, vaccinen, vacciner