Θεμελιώδης στα γερμανικά
Μετάφραση: θεμελιώδης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grundlegend, grundsätzlich, fundamental, Grundlage, wesentlich
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμελιώδης
θεμελιώδης ανάλυση, θεμελιώδης πανεπιστημιακή φυσική alonso finn, θεμελιώδης νόμος της δυναμικής, θεμελιώδης συχνότητα, θεμελιώδης συνώνυμα, θεμελιώδης λεξικό γλώσσας γερμανικά, θεμελιώδης στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- θεμέλιο στα γερμανικά - gründung, grundlage, stiftung, fundament, unterbau, Gründung, Grundlage, ...
- θεματοφύλακας στα γερμανικά - treuhänder, sachwalter, sachverwalter, verwalter, Depot, Hinterlegungs, Depositar, ...
- θεμιτός στα γερμανικά - gesetzmäßig, legitim, rechtmäßig, legitimen, legitime, berechtigten
- θεολογία στα γερμανικά - theologie, Theologie, der Theologie, die Theologie
Τυχαίες λέξεις
Θεμελιώδης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: grundlegend, grundsätzlich, fundamental, Grundlage, wesentlich
Μεταφράσεις: grundlegend, grundsätzlich, fundamental, Grundlage, wesentlich