Θεμελιώδης στα ολλανδικά

Μετάφραση: θεμελιώδης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fundamenteel, fundamentele, de fundamentele, fundamenteel belang, basis
Θεμελιώδης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεμελιώδης

θεμελιώδης ανάλυση, θεμελιώδης πανεπιστημιακή φυσική alonso finn, θεμελιώδης νόμος της δυναμικής, θεμελιώδης συχνότητα, θεμελιώδης συνώνυμα, θεμελιώδης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θεμελιώδης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • θεμέλιο στα ολλανδικά - stichting, fundering, fundament, grondslag, Foundation
  • θεματοφύλακας στα ολλανδικά - beheerder, bewaarder, certificaten, depositaris, certificaten van, de bewaarder
  • θεμιτός στα ολλανδικά - rechtmatig, wettig, gerechtvaardigd, legitieme, legitiem
  • θεολογία στα ολλανδικά - theologie, godgeleerdheid, de theologie, theologische
Τυχαίες λέξεις
Θεμελιώδης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fundamenteel, fundamentele, de fundamentele, fundamenteel belang, basis