Θεμελιώδης στα δανικά
Μετάφραση: θεμελιώδης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
grundlæggende, fundamental, afgørende, fundamentale, fundamentalt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμελιώδης
θεμελιώδης ανάλυση, θεμελιώδης πανεπιστημιακή φυσική alonso finn, θεμελιώδης νόμος της δυναμικής, θεμελιώδης συχνότητα, θεμελιώδης συνώνυμα, θεμελιώδης λεξικό γλώσσας δανικά, θεμελιώδης στα δανικά
Μεταφράσεις
- θεμέλιο στα δανικά - grund, fundament, Foundation, grundlaget, Fonden, fundamentet
- θεματοφύλακας στα δανικά - depositar, depositaren, depositarens
- θεμιτός στα δανικά - legitim, legitime, legitimt, berettiget, berettigede
- θεολογία στα δανικά - teologi, Teologiske, teologien, Theology
Τυχαίες λέξεις
Θεμελιώδης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: grundlæggende, fundamental, afgørende, fundamentale, fundamentalt
Μεταφράσεις: grundlæggende, fundamental, afgørende, fundamentale, fundamentalt