Θεμελιώδης στα φινλανδικά

Μετάφραση: θεμελιώδης, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perus-, perustava, perusteellinen, perusoikeuksien, perusvapauksien, perustavaa laatua, perustavanlaatuinen
Θεμελιώδης στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θεμελιώδης

θεμελιώδης ανάλυση, θεμελιώδης πανεπιστημιακή φυσική alonso finn, θεμελιώδης νόμος της δυναμικής, θεμελιώδης συχνότητα, θεμελιώδης συνώνυμα, θεμελιώδης λεξικό γλώσσας φινλανδικά, θεμελιώδης στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • θεμέλιο στα φινλανδικά - perusta, perustaminen, kivijalka, säätiö, pohja, perustus, perustan, ...
  • θεματοφύλακας στα φινλανδικά - luottamushenkilö, omaisuudenhoitajan, tallettaja, säilytysyhteisön, tallettajalle, säilytysyhteisö
  • θεμιτός στα φινλανδικά - laillinen, oikeutettu, oikeutetut, oikeutettuja, oikeutettua
  • θεολογία στα φινλανδικά - jumaluusoppi, teologia, teologian, teologiaa, teologiaan, teologiassa
Τυχαίες λέξεις
Θεμελιώδης στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: perus-, perustava, perusteellinen, perusoikeuksien, perusvapauksien, perustavaa laatua, perustavanlaatuinen