Θεμελιώδης στα τούρκικα
Μετάφραση: θεμελιώδης, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esaslı, temel, temel bir, önemli, köklü
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμελιώδης
θεμελιώδης ανάλυση, θεμελιώδης πανεπιστημιακή φυσική alonso finn, θεμελιώδης νόμος της δυναμικής, θεμελιώδης συχνότητα, θεμελιώδης συνώνυμα, θεμελιώδης λεξικό γλώσσας τούρκικα, θεμελιώδης στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- θεμέλιο στα τούρκικα - kuruluş, temel, tesis, vakıf, temeli, temelini
- θεματοφύλακας στα τούρκικα - emanetçi, depozit, depo, depoziter, depositary
- θεμιτός στα τούρκικα - meşru, yasal, meşru bir, yasal bir
- θεολογία στα τούρκικα - ilahiyat, teoloji, teolojisi, teolojisinin
Τυχαίες λέξεις
Θεμελιώδης στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: esaslı, temel, temel bir, önemli, köklü
Μεταφράσεις: esaslı, temel, temel bir, önemli, köklü