Θεμελιώδης στα ιταλικά
Μετάφραση: θεμελιώδης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fondamentale, basilare, essenziale, fondamentali
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμελιώδης
θεμελιώδης ανάλυση, θεμελιώδης πανεπιστημιακή φυσική alonso finn, θεμελιώδης νόμος της δυναμικής, θεμελιώδης συχνότητα, θεμελιώδης συνώνυμα, θεμελιώδης λεξικό γλώσσας ιταλικά, θεμελιώδης στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- θεμέλιο στα ιταλικά - fondazione, fondamento, base, Foundation, fondamenta
- θεματοφύλακας στα ιταλικά - depositario, depositaria, di depositario, di deposito
- θεμιτός στα ιταλικά - lecito, legittimo, legittima, legittimi, legittime, legittimamente
- θεολογία στα ιταλικά - teologia, la teologia, di teologia, della teologia, teologico
Τυχαίες λέξεις
Θεμελιώδης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: fondamentale, basilare, essenziale, fondamentali
Μεταφράσεις: fondamentale, basilare, essenziale, fondamentali