Θεμελιώδης στα πορτογαλικά
Μετάφραση: θεμελιώδης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
básico, fundamental, fundamentais, essencial, base
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμελιώδης
θεμελιώδης ανάλυση, θεμελιώδης πανεπιστημιακή φυσική alonso finn, θεμελιώδης νόμος της δυναμικής, θεμελιώδης συχνότητα, θεμελιώδης συνώνυμα, θεμελιώδης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, θεμελιώδης στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- θεμέλιο στα πορτογαλικά - fundação, encontrado, fundo, alicerce, fundamento, base, Foundation
- θεματοφύλακας στα πορτογαλικά - depositário, depositária, depositários, de depositário
- θεμιτός στα πορτογαλικά - legítimo, legítima, legítimos, legítimas, legitimate
- θεολογία στα πορτογαλικά - teologia, a teologia, teologia da, da teologia
Τυχαίες λέξεις
Θεμελιώδης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: básico, fundamental, fundamentais, essencial, base
Μεταφράσεις: básico, fundamental, fundamentais, essencial, base