Θεμελιώδης στα λιθουανικά
Μετάφραση: θεμελιώδης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagrindinis, esminis, pagrindinė, pagrindinių, esminė
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θεμελιώδης
θεμελιώδης ανάλυση, θεμελιώδης πανεπιστημιακή φυσική alonso finn, θεμελιώδης νόμος της δυναμικής, θεμελιώδης συχνότητα, θεμελιώδης συνώνυμα, θεμελιώδης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, θεμελιώδης στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- θεμέλιο στα λιθουανικά - fondas, pamatas, pagrindas, pamatai, pamatų
- θεματοφύλακας στα λιθουανικά - depozitaras, depozitoriumas, depozitoriumo, depozitoriumui
- θεμιτός στα λιθουανικά - teisėtas, teisėta, teisėti, teisėtą, teisėtos
- θεολογία στα λιθουανικά - teologija, teologijos, teologija Su, Theology, teologiją
Τυχαίες λέξεις
Θεμελιώδης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pagrindinis, esminis, pagrindinė, pagrindinių, esminė
Μεταφράσεις: pagrindinis, esminis, pagrindinė, pagrindinių, esminė