Καθαγιάζω στα γερμανικά
Μετάφραση: καθαγιάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heiligen, weihen, heiligten, hallow, heiligen sie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαγιάζω
καθαγιάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, καθαγιάζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- καθήκον στα γερμανικά - amt, abgabe, pflicht, betriebszeit, steuer, obliegenheit, zoll, ...
- καθίζω στα γερμανικά - po, sitz, hosenboden, gesäß, arsch, platz, sitzplatz, ...
- καθαιρώ στα γερμανικά - lustrate, nennen lustrate
- καθαρά στα γερμανικά - sichtlich, sichtbar, deutlich, klar, netto-, Netz, netto, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθαγιάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: heiligen, weihen, heiligten, hallow, heiligen sie
Μεταφράσεις: heiligen, weihen, heiligten, hallow, heiligen sie