Καθαγιάζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: καθαγιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
heiligen, ophitsend, hallow, zegen, zegent
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαγιάζω
καθαγιάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καθαγιάζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καθήκον στα ολλανδικά - opgave, obligatie, verplichting, taak, klus, karwei, opdracht, ...
- καθίζω στα ολλανδικά - plaats, plaatsen, achterste, zetten, zitplaats, kont, bips, ...
- καθαιρώ στα ολλανδικά - verlagen, degraderen, lustrate
- καθαρά στα ολλανδικά - zuiver, klaar, helder, netto, uitgesproken, duidelijk, licht, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθαγιάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: heiligen, ophitsend, hallow, zegen, zegent
Μεταφράσεις: heiligen, ophitsend, hallow, zegen, zegent