Καθαγιάζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: καθαγιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megszentel, hallow, szentelé, szentelnek, szenteljétek
Καθαγιάζω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαγιάζω

καθαγιάζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καθαγιάζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • καθήκον στα ουγγρικά - munka, vállalkozás, adó, illeték, feladat, feladata, feladatot, ...
  • καθίζω στα ουγγρικά - mandátum, székhely, ül, ülni, üljön, ülnek, ülj
  • καθαιρώ στα ουγγρικά - lustrate
  • καθαρά στα ουγγρικά - nettó, a nettó, net, háló, tiszta
Τυχαίες λέξεις
Καθαγιάζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: megszentel, hallow, szentelé, szentelnek, szenteljétek