Καθαγιάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καθαγιάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reverenciar, venerar, consagrar, hallow, hallow a
![Καθαγιάζω στα πορτογαλικά Καθαγιάζω στα πορτογαλικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-pt-4122.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαγιάζω
καθαγιάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθαγιάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καθήκον στα πορτογαλικά - tarde, dever, tarifas, holandês, empreitada, tarefa, tarefas, ...
- καθίζω στα πορτογαλικά - lugar, estação, assento, sentar, temporada, adubar, assentar, ...
- καθαιρώ στα πορτογαλικά - degradar, degenerar, lustrate, tram
- καθαρά στα πορτογαλικά - distinto, claramente, luminoso, claro, líquido, rede, líquida, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθαγιάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reverenciar, venerar, consagrar, hallow, hallow a
Μεταφράσεις: reverenciar, venerar, consagrar, hallow, hallow a