Καθαγιάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: καθαγιάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reverenciar, venerar, consagrar, hallow, hallow a
Καθαγιάζω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαγιάζω

καθαγιάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθαγιάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • καθήκον στα πορτογαλικά - tarde, dever, tarifas, holandês, empreitada, tarefa, tarefas, ...
  • καθίζω στα πορτογαλικά - lugar, estação, assento, sentar, temporada, adubar, assentar, ...
  • καθαιρώ στα πορτογαλικά - degradar, degenerar, lustrate, tram
  • καθαρά στα πορτογαλικά - distinto, claramente, luminoso, claro, líquido, rede, líquida, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθαγιάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: reverenciar, venerar, consagrar, hallow, hallow a