Καθαγιάζω στα εσθονικά

Μετάφραση: καθαγιάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pühitsema, hallow, Pyhittää
Καθαγιάζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαγιάζω

καθαγιάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθαγιάζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • καθήκον στα εσθονικά - töö, ülesanne, kohus, ülesande, ülesandeks, ülesannet, ülesannete
  • καθίζω στα εσθονικά - iste, koht, istuma, istuda, istuvad, istu, istub
  • καθαιρώ στα εσθονικά - kuluma, degradeerima, lustrate
  • καθαρά στα εσθονικά - nähtavalt, arusaadavalt, silmnähtavalt, neto, net, võrk, pakiruumis, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθαγιάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pühitsema, hallow, Pyhittää