Καθαγιάζω στα εσθονικά
Μετάφραση: καθαγιάζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pühitsema, hallow, Pyhittää
![Καθαγιάζω στα εσθονικά Καθαγιάζω στα εσθονικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-ee-4122.png)
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαγιάζω
καθαγιάζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, καθαγιάζω στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- καθήκον στα εσθονικά - töö, ülesanne, kohus, ülesande, ülesandeks, ülesannet, ülesannete
- καθίζω στα εσθονικά - iste, koht, istuma, istuda, istuvad, istu, istub
- καθαιρώ στα εσθονικά - kuluma, degradeerima, lustrate
- καθαρά στα εσθονικά - nähtavalt, arusaadavalt, silmnähtavalt, neto, net, võrk, pakiruumis, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθαγιάζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: pühitsema, hallow, Pyhittää
Μεταφράσεις: pühitsema, hallow, Pyhittää